Για την Αθήνα των 15’
Κείμενο: Πάνος Δραγώνας
[Πάνος Δραγώνας, «Για την Αθήνα των 15’» LiFO #681 (17.4.2021), σ.86.]
Ο περιορισμός των μετακινήσεων κατά τη διάρκεια των lockdown έχει αλλάξει τη ζωή της πόλης. Μεγάλο μέρος της έντασης της καθημερινής ζωής έχει συσσωρευτεί μέσα στην κατοικία. Μικροί και μεγάλοι έχουν εξοικειωθεί με εφαρμογές όπως το Zoom, την καθημερινή χρήση του Netflix, τα προγράμματα eBanking αλλά και ένα μεγάλο εύρος μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ταυτόχρονα ανακαλύφθηκαν περιφρονημένοι δημόσιοι χώροι, μικρά πάρκα αλλά και νέοι χώροι περιπάτου σε διαφορετικές γειτονιές της πόλης. Τα lockdown οδήγησαν στη διάδοση νέων ψηφιακών εργαλείων και αποκάλυψαν ποιότητες που μπορεί να αγνοούσαμε. Βοήθησαν ακόμη στο να εκτιμήσουμε τα όσα στερηθήκαμε και να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους έχουμε επιλέξει να ζούμε στις πόλεις.
Είναι αμφίβολο αν η καθημερινότητα μετά τον COVID επανέλθει σε αυτό που θυμόμαστε. Ακόμη και αν ο ιός ηττηθεί, η πόλη δεν θα είναι ίδια. Πολλές επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να επαναλειτουργήσουν, ορισμένα επαγγέλματα θα συνεχίσουν να ασκούνται εξ αποστάσεως, ενώ και εμείς οι ίδιοι οι κάτοικοι πολύ δύσκολα θα ανακτήσουμε όλες τις παλιές συνήθειες μας. Αναπόφευκτα γεννάται το ερώτημα για τη μορφή της «νέας κανονικότητας» των πόλεων. Στη διεθνή συζήτηση η παρούσα συγκυρία αντιμετωπίζεται ως μια ευκαιρία για την προώθηση των αρχών της αειφόρου ανάπτυξης. Το μανιφέστο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την υγιή ανάκαμψη από τον COVID, το διεθνές δίκτυο πόλεων C40 -στο οποίο συμμετέχει και η Αθήνα- αλλά και οι βασικές αρχές της Νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας επικεντρώνονται στον ρόλο των πόλεων στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Σε πολλές πόλεις ανακοινώνονται προγράμματα περιορισμού της κίνησης των αυτοκινήτων και απελευθέρωσης δημοσίων χώρων. Στη Βαρκελώνη δημιουργούνται superblocks στα οποία περιορίζεται η κίνηση οχημάτων. Το Αμβούργο ανακοινώνει πως το 2034 θα είναι πόλη ελεύθερη από αυτοκίνητα. Ενώ το Παρίσι επιχειρεί να μετατραπεί σε πόλη των 15’. Τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά;
Η ιδέα της πόλης των 15’ αφορά τη δυνατότητα πρόσβασης σε έξι βασικές δραστηριότητες -δηλαδή την κατοικία, την εργασία, τις προμήθειες, τη φροντίδα, τη μάθηση και την αναψυχή- με τα πόδια ή έστω το ποδήλατο. Σύμφωνα με τον Carlos Moreno, βασικό υποστηρικτή της θεωρίας, οι γειτονιές της πόλης πρέπει να σχεδιάζονται με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορούμε να ζούμε, να εργαζόμαστε και να ευημερούμε δίχως να πρέπει διαρκώς να μετακινούμαστε αλλού. Οι ρυθμοί μιας πόλης πρέπει να προσαρμόζονται στους ανθρώπους και όχι στα αυτοκίνητα. Είναι γεγονός πως όλες οι ιστορικές πόλεις ήταν πόλεις των 15’. Η χρήση του αυτοκινήτου άλλαξε αυτή τη συνθήκη συνδέοντας διαχωρισμένες περιοχές κατοικίας, εργασίας, αγορών και αναψυχής. Υπήρχαν λόγοι που συνέβη αυτό, με σημαντικότερο την ανάγκη απομάκρυνσης των κατοικιών από τις ρυπογόνες βιομηχανίες. Οι λόγοι όμως αυτοί έχουν εκλείψει. Στην πόλη του 21ου αιώνα οι βασικές μετακινήσεις μπορούν να γίνονται με τα πόδια. Και όποτε αυτό δεν είναι εφικτό να επιλέγεται η χρήση του ποδηλάτου ή του μετρό καθιστώντας περιττή τη χρήση και κατοχή αυτοκινήτων. Οι υποστηρικτές της πόλης των 15’ ισχυρίζονται πως η καθημερινότητα στην πόλη είναι πολύ πιο ευχάριστη και ωφέλιμη για την κοινότητα όταν οι περισσότερες μετακινήσεις γίνονται περπατώντας. Ενώ με τον τρόπο αυτό περιορίζεται σημαντικά η σπατάλη ενέργειας και η απελευθέρωση άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Θα μπορούσαν οι ελληνικές πόλεις να μετατραπούν σε πόλεις των 15’;
Τα πυκνοδομημένα αστικά κέντρα και τα κεντρικά προάστια των ελληνικών πόλεων μπορούν να υιοθετήσουν τις παραπάνω αρχές. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις αυτό συμβαίνει ήδη. Στην ελληνική πόλη έχει επιτευχθεί η ανάμιξη των χρήσεων μέσα στην ίδια την πολυκατοικία. Η κατοικία, το εμπόριο σε κλίμακα γειτονιάς και ένα σημαντικό μέρος υπηρεσιών φιλοξενούνται στον ίδιο κτιριακό τύπο ή έστω στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο. Επίσης στις ελληνικές πόλεις ένα μεγάλο μέρος δραστηριοτήτων αναψυχής λαμβάνει χώρα υπαίθρια, σε δρόμους που σφύζουν από ζωή. Η ανάγκη μετακινήσεων οφείλεται σε διαφορετικούς λόγους, με κυριότερο βέβαια την εργασία. Αφορά όμως και την αναζήτηση δημόσιων χώρων καθώς οι πλατείες και τα πάρκα είναι περιορισμένα και το επίπεδο του σχεδιασμού και της συντήρησης τους είναι γενικά χαμηλό. Ακόμη στην ελληνική πόλη δεν υπάρχουν αξιόλογες δημόσιες υποδομές σε κλίμακα γειτονιάς, ενώ τα δημόσια σχολεία διαρκώς υποβαθμίζονται δημιουργώντας την ανάγκη καθημερινών μαζικών μετακινήσεων μαθητών σε απομακρυσμένα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.
Η μετατροπή της Αθήνας σε πόλη των 15’ προϋποθέτει τον περιορισμό των παραπάνω μετακινήσεων. Οι τρέχουσες συνθήκες είναι ευνοϊκές καθώς ένα ποσοστό του πληθυσμού θα συνεχίσει να αξιοποιεί τις δυνατότητες τηλέ-εργασίας. Για τη δημιουργία όμως ελκυστικών γειτονιών χρειάζονται καλά δημόσια σχολεία, βιβλιοθήκες και χώροι αθλητισμού, makerspaces, μικρές πλατείες και όμορφα σχεδιασμένα πάρκα. Για τις μετακινήσεις εκτός γειτονιάς η θεωρία της πόλης των 15’ δίνει έμφαση στη χρήση των ποδηλατών και των μέσων μαζικής μεταφοράς. Πέρα από την επέκταση του δικτύου του μετρό που έχει συμβάλει καθοριστικά στην αναβάθμιση της ζωής της πόλης, η Αθήνα έχει ανάγκη νέα δίκτυα δημόσιων χώρων πέραν του ιστορικού κέντρου. Έργα όπως ο “Μεγάλος περίπατος” είναι χρήσιμα αλλά αφορούν ένα πολύ μικρό μόνο τμήμα της πόλης. Θα ήταν πολύ περισσότερο ωφέλιμο να φανταστούμε πράσινες διαδρομές που να διασχίζουν την πόλη, ακολουθώντας πχ τα ίχνη του Ιλισού από το Γουδί έως το Φάληρο. Ή τη δημιουργία εκτεταμένων δικτύων ποδηλάτου που να συνδέουν διαφορετικές γειτονιές, όπως για παράδειγμα την Ηλιούπολη με το Περιστέρι. Δικτύων δηλαδή που δεν οδηγούν στη μονομερή ανάπτυξη και τον εξευγενισμό συγκεκριμένων περιοχών αλλά προσφέρουν ίσες δυνατότητες πρόσβασης και μετακίνησης στους κατοίκους διαφορετικών Δήμων.
Δυστυχώς το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής έχει ήδη λάβει πολύ σοβαρές διαστάσεις. Φαίνεται πως για την επιβίωση του πλανήτη δεν επαρκεί πλέον ο δραστικός περιορισμός των εκπομπών CO2, αλλά πρέπει να αναζητηθούν τρόποι απορρόφησης των ποσοτήτων του άνθρακα που έχει ήδη απελευθερωθεί στην ατμόσφαιρα. Παρ’ όλη την πρόοδο της τεχνολογίας, τα πιο χρήσιμα εργαλεία σε αυτή την κατεύθυνση εξακολουθούν να είναι τα δέντρα. Ο πολλαπλασιασμός των αστικών φυτεύσεων εξακολουθεί να αποτελεί τον απλούστερο τρόπο για τη μείωση της θερμοκρασίας αλλά και την εξασφάλιση περισσότερου οξυγόνου στα αστικά κέντρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα «κάθετα δάση» όπως ονομάζει τους νέους πύργους κατοικιών που σχεδιάζει ο Stefano Boeri. Η ιδιαιτερότητα τους αφορά την παρουσία εκτεταμένων φυτεύσεων καθ’ ύψος 25όροφων κατασκευών που επιτρέπουν την απορρόφηση ποσοτήτων άνθρακα από την ατμόσφαιρα αντίστοιχων μιας επιφάνειας δάσους πολλαπλάσιων στρεμμάτων. Το «πράσινο» στην περίπτωση αυτή δεν σχεδιάζεται ως αισθητικό αντικείμενο αλλά ως μηχανισμός αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Συζητώντας λοιπόν για την επιστροφή στην κανονικότητα, είναι απαραίτητο να αναλογιστούμε σε ποια ακριβώς κανονικότητα θέλουμε να γυρίσουμε. Έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε την πόλη ως ένα μέσο οικονομικής ανάπτυξης. Τα προηγούμενα χρόνια η συζήτηση για την Αθήνα είχε επικεντρωθεί είτε στην προσέλκυση μεγάλων επενδυτών, όπως στο Ελληνικό, είτε στις δυνατότητες εκμετάλλευσης των μικρών διαμερισμάτων για τη χρήση AirBnB. Σήμερα γίνεται σαφές πως η αναβάθμιση της ανθεκτικότητας των πόλεων αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για την αποφυγή της οικονομικής κατάρρευσης. Η επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο περιορισμός του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των κτιρίων και η υιοθέτηση των βασικών αρχών της πόλης των 15’ αποτελούν μακροχρόνιες επενδύσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη. Ταυτόχρονα αποτελούν τη μοναδική ίσως ελπίδα για την αποφυγή της επερχόμενης περιβαλλοντικής καταστροφής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη «νέα κανονικότητα» των πόλεων θα χρησιμοποιούμε ακόμη περισσότερο τα ηλεκτρονικά δίκτυα. Αυτό μπορεί να δώσει σε αρκετούς από εμάς τη δυνατότητα να μετακινούμαστε λιγότερο. Η ζωή μας θα γίνει καλύτερη αν θέσουμε ως στόχο να περπατάμε περισσότερο και πιθανώς και αν θυμηθούμε να κάνουμε ποδήλατο. Θα πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους να ζούμε περισσότερο χρόνο σε φυτεμένες αστικές εκτάσεις -όχι σε απρόσωπο «πράσινο» αλλά σε προσεκτικά σχεδιασμένους κήπους, πάρκα και αλέες- καθώς και σε ευφάνταστα νέα κτίρια τα οποία θα ενσωματώνουν στην αρχιτεκτονική τους κάθετους κήπους και φυτεμένα δώματα. Κυρίως όμως θα αρχίσουμε να ζούμε ξανά με ένταση στην πόλη, ή ακόμη καλύτερα σε μια πόλη περισσότερο βιώσιμη από αυτή που αφήσαμε πίσω μας τον Μάρτιο του 2020.