Η αθηναϊκή πολυκατοικία από την αντιπαροχή έως το AirBnb, και άλλες αθηναϊκές ιστορίες
Κείμενο: Πάνος Δραγώνας
[«Πάνος Δραγώνας, «Η αθηναϊκή πολυκατοικία από την αντιπαροχή έως το AirBnb, και άλλες αθηναϊκές ιστορίες» στο Angelos Varvarousis, The (un)common planner. HACKATHENS σε ποιον ανήκει η Αθήνα; Αθήνα: Onassis Foundation, 2019, σσ.24-33.»]
Εικόνα: Γιώργης Γερόλυμπος, Athens Spread, 2012.
«Δεν μου λες Αντωνάκη, τι ακούω; Αρνείσαι να πάρεις διαμέρισμα στην Ελενίτσα; Τότε, δηλαδή, γιατί την παντρεύτηκες;»
(Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα, σκηνοθεσία Γιώργος Τζαβέλλας, 1965)
Σε ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του ελληνικού κινηματογράφου, ο Αντωνάκης χωρίζει με την Ελενίτσα ελάχιστες ώρες μετά τον γάμο τους. Ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, η Ελενίτσα ζητάει να μετακομίσει σε μοντέρνο διαμέρισμα σε πολυκατοικία, ενώ ο συντηρητικός στις απόψεις του Αντωνάκης δεν δέχεται να εγκαταλείψει το παλιό αθηναϊκό σπίτι τους στην Πλάκα. Στην κορυφαία στιγμή της πικρής κωμωδίας, η Ελενίτσα θα διεκδικήσει το δικαίωμά της να αλλάξει τρόπο ζωής. Ο Αντωνάκης εξοργίζεται με τη μεταμόρφωση της μέχρι προ ολίγου υποτακτικής συντρόφου του, την οποία κατηγορεί πως «την ψώνισε», λίγο πριν εγκαταλείψει οριστικά το σπίτι και τον σύντομο σε διάρκεια γάμο του.
Ο μεταπολεμικός εμπορικός κινηματογράφος αποτέλεσε τον πιο θερμό υποστηρικτή του μοντέρνου τρόπου ζωής, της πολυκατοικίας της αντιπαροχής και των νέων διαμερισμάτων. Μέσα από τις κινηματογραφικές αφηγήσεις, μπορούμε να αντιληφθούμε τις αλλαγές στην καθημερινότητα των Αθηναίων της εποχής. Δεν είναι λίγες οι ταινίες της χρυσής περιόδου του ελληνικού κινηματογράφου που ξεκινούν με πλάνα της νέας, μοντέρνας Αθήνας. Ο αφηγητής διαπιστώνει θριαμβευτικά ότι «η Αθήνα αλλάζει», τη στιγμή που ο φακός καδράρει τις όψεις των νεοανεγειρόμενων πολυκατοικιών. Σε πολλά από τα παραπάνω φιλμ, βασικό θέμα είναι η απόκτηση ενός σύγχρονου διαμερίσματος σε πολυκατοικία, ενώ συχνά οι κινηματογραφικές αφηγήσεις ολοκληρώνονται χαρούμενα με μια σκηνή γάμου στα σκαλιά της εκκλησίας. Ο γάμος του Αντωνάκη και της Ελενίτσας θα διαλυθεί λόγω ενός διαμερίσματος. Για την Ελενίτσα, όπως και για τους περισσότερους νέους της εποχής, η απόκτηση ενός σύγχρονου διαμερίσματος είναι αλληλένδετη με τον γάμο. Η δημιουργία οικογένειας αποτελεί την κύρια, αν όχι μοναδική, επιλογή που ανοίγει τον δρόμο για την υιοθέτηση των νέων προτύπων διαβίωσης, τις ανέσεις της μοντέρνας κατοικίας και, βέβαια, την εισαγωγή στον καταναλωτισμό. Αντίθετα, για τον Αντωνάκη, η άρνηση του μοντέρνου διαμερίσματος και η επακόλουθη διάλυση του γάμου οδηγούν σε μια μίζερη, περιθωριακή ζωή. Στο τέλος του έργου, ο Αντωνάκης θα ταυτιστεί με το ετοιμόρροπο, παλιό αθηναϊκό σπίτι και τον κόσμο που αφήνει πίσω της η αναδυόμενη μικροαστική κοινωνία.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε επινοηθεί ο θεσμός της αντιπαροχής. Ως αντιπαροχή ορίζεται η ιδιότυπη συναλλαγή μεταξύ εργολάβων οικοδομών και μικροϊδιοκτητών γης, η οποία επέτρεψε την ανταλλαγή οικοδομήσιμων οικοπέδων με δια- μερίσματα. Δεν υπήρξε ποτέ κάποιο συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, το οποίο να προσδιόριζε τη διαδικασία της αντιπαροχής. Η αντιπαροχή επινοήθηκε μέσα από την ανάγκη και την πανουργία της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που προσέφεραν αποφάσεις της πολιτείας, όπως ο νόμος «περί οριζοντίου ιδιοκτησίας» (1929) και το ΚΗ΄ ψήφισμα για τη διευκόλυνση της ιδιωτικής ανοικοδόμησης (1947). Η ανοικοδόμηση με βάση την αντιπαροχή έλαβε χώρα «από κάτω προς τα πάνω», παραμένοντας όμως πάντα υπό την εποπτεία του κράτους. Η πολιτεία ενθάρρυνε τον θεσμό της αντιπαροχής, παρέχοντας κίνητρα και φορολογικές απαλλαγές, αφενός μεν για να καλύψει την αδυναμία της να υλοποιήσει κοινωνικές κατοικίες και, αφετέρου, για να ενεργοποιήσει την οικονομία μέσω της ανάπτυξης του κατασκευαστικού κλάδου. Χάρη στην ιδιωτική ανοικοδόμηση δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας για επιχειρηματίες, μηχανικούς, καθώς και για τους πολυάριθμους ανειδίκευτους εργάτες από την ύπαιθρο. Η αντιπαροχή έδωσε λύσεις στις ανάγκες στέγασης των σχεδόν δύο εκατομμυρίων νέων κατοίκων που κατέφθασαν στην Αθήνα μετά τον πόλεμο, αντιμετωπίζοντας τους περιορισμούς της εποχής, όπως την απουσία κεφαλαίων και δυνατοτήτων δανειοδότησης, αλλά και αξιοποιώντας ευκαιρίες, όπως την προσφορά φθηνού εργατικού δυναμικού και τη διάδοση της νέας οικοδομικής τεχνολογίας με βάση το οπλισμένο σκυρόδεμα.
Η αντιπαροχή επινοήθηκε ως απάντηση στις τοπικές κοινωνικοοικονομικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες. Ταυτόχρονα, συνέβαλε στη διαμόρφωση των νέων προτύπων διαβίωσης και συμπεριφοράς της μεταπολεμικής κοινωνίας. Η πολυκατοικία της αντιπαροχής κατέστησε δυνατή την κυριαρχία του μοντέλου της πυρηνικής οικογένειας, άνοιξε τον δρόμο για την εισαγωγή των καταναλωτικών αγαθών στην κατοικία και προσδιόρισε τη θέση των μελών της οικογένειας στο αστικό διαμέρισμα. Καθιστώντας εφικτή τη δυνατότητα απόκτησης ιδιωτικής στέγης, η αντιπαροχή συνέβαλε στη διάδοση ενός νέου ήθους, το οποίο έδινε έμφαση στην ατομική πρωτοβουλία, την επιθυμία κοινωνικής εξέλιξης και την αποταμίευση κεφαλαίων, σύμφωνα με τα πρότυπα της καπιταλιστικής οικονομίας και του Δυτικού κόσμου, στον οποίο είχε πλέον ενταχθεί η Ελλάδα. Τόσο η αντιπαροχή όσο και η προώθηση των παραπάνω προτύπων από τον εμπορικό κινηματογράφο υπήρξαν πολύ αποτελεσματικά οχήματα για την εκδυτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Στο ξεκίνημα της κινηματογραφικής κωμωδίας Στουρνάρα 288 (σκηνοθεσία Ντίνος Δημόπουλος, 1959), παρουσιάζονται όλοι οι ένοικοι μιας τυπικής μεταπολεμικής πολυκατοικίας. Το ρετιρέ ανήκει στον παλαιότερο ιδιοκτήτη του οικοπέδου, ο οποίος πλούτισε από την ανέγερση του κτιρίου. Στους υψηλότερους ορόφους κατοικούν η οικογένεια ενός ευκατάστατου παντοπώλη και ένας οδοντίατρος, ενώ στα μικρά διαμερίσματα των χαμηλότερων ορόφων συναντάμε τη λαϊκή οικογένεια του θυρωρού και μια μοναχική, ηλικιωμένη τραγουδίστρια. Τέλος, στο υπόγειο ζει ένας Κύπριος φοιτητής, ο οποίος είναι και ο αφηγητής του φιλμ. Όπως και στην πραγματική πόλη, έτσι και στην κινηματογραφική πολυκατοικία της οδού Στουρνάρα φιλοξενούνται διαφορετικοί εκπρόσωποι της νέας, διευρυμένης μικροαστικής τάξης. Αντί του διαχωρισμού σε πλούσιες και λαϊκές γειτονιές που χαρακτήριζε τη μεσοπολεμική Αθήνα, η τυπική πολυκατοικία της αντιπαροχής ενθαρρύνει την κάθετη, αλλά ήπια διαστρωμάτωση του πληθυσμού στους ορόφους της. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, στο σώμα της αθηναϊκής πολυκατοικίας αμβλύνονται οι κοινωνικές δια-φορές, αφομοιώνονται οι μεταναστευτικές ροές και επουλώνονται τα τραύματα του Εμφυλίου. Οι πρώην κάτοικοι της υπαίθρου, των προσφυγικών οικισμών και των παλαιών αθηναϊκών σπιτιών μαθαίνουν να συμβιώνουν, απολαμβάνοντας από κοινού τις ανέσεις των μοντέρνων διαμερισμάτων. Στη Στουρνάρα 288, ο αφηγητής μάς εξηγεί την κοινή χρήση και λειτουργία του ανελκυστήρα, καθώς η κάμερα περιφέρεται στους κοινόχρηστους χώρους της φιλμικής πολυκατοικίας. Αναφέρεται ακόμη στην κοινόχρηστη θέρμανση και προβλέπει με αξιοσημείωτη διορατικότητα ότι κάποια στιγμή στις πολυκατοικίες θα ξεσπάσει πόλεμος για το πετρέλαιο. Όμως, η στιγμή αυτή είναι ακόμη πολύ μακριά.
Για αρκετά χρόνια ακόμα, οι εργολάβοι της αντιπαροχής θα συνεχίσουν να κατασκευάζουν, με λιγοστές παραλλαγές και περιορισμένη συμβολή από τη μεριά των αρχιτεκτόνων, πολυκατοικίες του ίδιου γενικού τύπου. Χαρακτηριστικό είναι το θέαμα της Αθήνας από ψηλά, όπως καταγράφεται στις φωτογραφίες του Γιώργη Γερόλυμπου (Athens Spread, 2012). Μονότονα επαναλαμβανόμενοι εξώστες, τέντες, μπαλκονόπορτες, ηλιακοί θερμοσίφωνες, κεραίες, καμινάδες, γλάστρες και πολυάριθμα άλλα θραύσματα ιδιωτικής ζωής αποτελούν τις ψηφίδες ένα αδρού μωσαϊκού, το οποίο συντίθεται με βάση ατομικές πρωτοβουλίες και αποφάσεις. Η εικόνα της πόλης σχηματίζεται από τα οικοδομικά και μηχανολογικά στοιχεία της αντιπαροχής, ενώ τα ίχνη της δημόσιας σφαίρας παραμένουν περιορισμένα. Η ακανόνιστη αθηναϊκή κορυφογραμμή των οικοδομικών τετραγώνων αποτυπώνει τις σπασμωδικές παρεμβάσεις της πολιτείας στον αστικό χώρο, τις συχνές μεταβολές των οικοδομικών κανονισμών και τις αυξήσεις των συντελεστών δόμησης. Από την παχύρρευστη μάζα των πολυκατοικιών ξεπροβάλλουν μόνο οι λόφοι, τα λιγοστά ψηλά κτίρια της Αθήνας και, βέβαια, η Ακρόπολη. Οι δρόμοι και οι πλατείες αποκαλύπτονται μόνον όταν πέφτει ο ήλιος και ανάβουν τα φώτα της πόλης. Αν στις μεσοπολεμικές πολυκατοικίες των Εξαρχείων, του Κολωνακίου και της Κυψέλης, το επιδέξιο πλάσιμο των αρχιτεκτονικών όψεων έδωσε μια νέα, μοντέρνα ταυτότητα στην πόλη, αντανακλώντας την κουλτούρα μιας εξωστρεφούς αστικής τάξης, στη μεταπολεμική πολυκατοικία της αντιπαροχής αποτυπώνεται η μικροαστική νοοτροπία μιας κοινωνίας που αδιαφόρησε τόσο για τη δημόσια ζωή όσο και για την εικόνα της πόλης.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, στο φιλμ No budget story (σκηνοθεσία Ρένος Χαραλαμπίδης, 1997), παρακολουθούμε ένα νεαρό ζευγάρι να φλερτάρει σε μια ταράτσα παίζοντας με μια κινηματογραφική κάμερα. Αντί για μια παραλία ή κάποιο άλλο όμορφο ελληνικό τοπίο, οι δύο νέοι συναντώνται ανάμεσα σε κεραίες και ηλιακούς θερμοσίφωνες, με θέα ρετιρέ και αθηναϊκές μεσοτοιχίες. Μοιάζει σαν να ανακαλύπτουν ένα νέο τεχνητό τοπίο, το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί όμορφο, αλλά διαθέτει μια ιδιαίτερη γοητεία. Για τη νεότερη γενιά Αθηναίων, που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στο ήδη διαμορφωμένο αστικό περιβάλλον, η πόλη της αντιπαροχής αποτελεί πλέον μια κληρονομιά, κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά, η οποία δημιουργεί ερωτήματα ως προς τη διαχείρισή της. Οι νεότεροι κάτοικοι έχουν διαφορετικές απαιτήσεις από τις πολυκατοικίες. Δεν σχηματίζουν πλέον όλοι πυρηνικές οικογένειες και, συχνά, τροποποιούν τα συμβατικά δια- μερίσματα που δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες της προηγούμενης γενιάς. Αντιλαμβάνονται τη γοητεία της Αθήνας και ενεργοποιούν τους παραμελημένους χώρους των οικοδομικών τετραγώνων, όπως τις ταράτσες ή τους ακάλυπτους χώρους, ενώ γενικότερα διατυπώνουν νέες αισθητικές, λειτουργικές και πολιτισμικές απαιτήσεις.
***
«18-32. Σχεδόν double score. Έχουμε γίνει μειονότητα. Η γειτονιά μου, ρε φίλε. Οι πλατείες μου. Οι πλατείες μας, τέλος πάντων.» (Πλατεία Αμερικής, σκηνοθεσία Γιάννης Σακαρίδης, 2016)
Όμως, η Αθήνα πλέον δεν κατοικείται μόνον από τους δικαιωματικούς κληρονόμους της αντιπαροχής. Ένα πρόσφατο φιλμ μάς δίνει ξανά τη δυνατότητα να γνωρίσουμε έναν προς έναν τους κατοίκους μιας πολυκατοικίας στην Πλατεία Αμερικής. Αυτή τη φορά, αφηγητής είναι ένας 38χρονος άνεργος, ο οποίος παρουσιάζεται να κατοικεί ακόμη με τους γονείς του. Σε τελείως διαφορετικό ύφος από την προγενέστερη περιγραφή στην πολυκατοικία της Στουρνάρα 288, ο αφηγητής σημειώνει σε έναν πίνακα τον ελληνικό πληθυσμό δίπλα σε αυτόν των πολυπληθέστερων Αλβανών, Ρώσων, Πολωνών, Πακιστανών και Αφρικανών γειτόνων. Το ύφος της παρουσίασης παραπέμπει περισσότερο σε καταμέτρηση δυνάμεων, η οποία προδιαθέτει για μια επερχόμενη σύγκρουση. Αν η μεταπολεμική πολυκατοικία ένωνε, αμβλύνοντας τις διαφορές μεταξύ των εσωτερικών μεταναστών, η ίδια πολυκατοικία σήμερα αδυνατεί να γεφυρώσει τις κατά πολύ μεγαλύτερες πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των νέων μεταναστών. Η πολυκατοικία του 1960 ήταν ένα νεωτερικό αρχιτεκτόνημα, το οποίο ενσωμάτωνε τις νέες τεχνολογίες και τις κοινόχρηστες υποδομές της εποχής, δίνοντας ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Σήμερα, οι ίδιες ακριβώς πολυκατοικίες, γερασμένες και με ανάγκη συντήρησης, αδυνατούν να προσφέρουν νέες λύσεις στα σύγχρονα λειτουργικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα.
Το ξέσπασμα της πρόσφατης κρίσης και η επιβολή των πρώτων οικονομικών μέτρων θα φέρει το τέλος του θεσμού της αντιπαροχής. Η σταθεροποίηση του πληθυσμού των μεγάλων πόλεων, τα προηγούμενα χρόνια, είχε ήδη περιορίσει την ανάγκη δημιουργίας νέων διαμερισμάτων. Με τη θέσπιση όμως των νέων αυστηρών φορολογικών μέτρων και τελών, με κυριότερο τον ΕΝΦΙΑ, η συναλλαγή μεταξύ εργολάβων και οικοπεδούχων έγινε ασύμφορη. Το κύριο πρόβλημα της ελληνικής πόλης δεν είναι πλέον η δημιουργία νέων κατοικιών, αλλά η διαχείριση, η ανακαίνιση και η αναδιοργάνωση των υφιστάμενων. Η ελληνική πόλη δεν δημιουργεί πια τις υπεραξίες που απαιτούνται για την ανανέωσή της. Κατά ανέλπιστο όμως τρόπο, νέα κεφάλαια αρχίζουν να εισρέουν από το εξωτερικό, από τον τουρισμό και το πρόγραμμα χορήγησης Ευρωπαϊκής Χρυσής Βίζα. Τα ίδια διαμερίσματα της αντιπαροχής, τα οποία έδωσαν τη δυνατότητα στους κατοίκους της ελληνικής υπαίθρου να χτίσουν τις ζωές τους στην πόλη, σήμερα προσφέρουν σε νέους επενδυτές το διαβατήριο διαμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα μικροαστικά τριάρια αλλάζουν χέρια περνώντας στην ιδιοκτησία ευκατάστατων πολιτών της Κίνας, της Ρωσίας, της Τουρκίας και άλλων χωρών, που για διάφορους λόγους επιθυμούν την απόκτηση άδειας μόνιμης παραμονής στην Ευρώπη. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, οι συγκεκριμένοι αγοραστές δεν ενδιαφέρονται να κατοικήσουν στην Ελλάδα, οπότε επιλέγουν τη μετατροπή των νεο- αποκτηθέντων ακινήτων σε κατοικίες βραχυχρόνιας μίσθωσης τύπου Airbnb.
Αν η αρχική ιδέα του Airbnb αφορούσε την εμπειρία της διαμονής σε ένα αυθεντικά οικιακό περιβάλλον, το οποίο πα ραχωρούσαν περιστασιακά οι ένοικοί του, σήμερα η εξέλιξη της πλατφόρμας αφορά περισσότερο την εκμίσθωση επιπλωμένων διαμερισμάτων που ανήκουν σε εταιρείες ή ιδιοκτήτες δίχως φυσική παρουσία στην πόλη. Η μετατροπή σε κατοικία βραχυχρόνιας μίσθωσης προϋποθέτει την ανακατασκευή των παλαιών διαμερισμάτων, οπότε ολοένα περισσότερες πολυκατοικίες ανακατασκευάζονται τμηματικά «από μέσα προς τα έξω», ώστε να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των νέων ταξιδιωτών. Η αλγοριθμική λειτουργία της πλατφόρμας, το σύστημα αξιολογήσεων και τα πρότυπα παρουσίασης και φωτογράφισης των διαμερισμάτων ενθαρρύνουν την ανακατασκευή των πολυκατοικιών της αντιπαροχής με βάση τα πρότυπα της εποχής. Στην πλατφόρμα Airbnb μπορεί κανείς να συναντήσει ανακατασκευασμένα διαμερίσματα, ανασχεδιασμένα άλλοτε από αρχιτέκτονες και άλλοτε από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες τους, τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την παλαιά διαρρύθμιση και επίπλωσή τους. Τα μοναδικά στοιχεία αυθε ντικότητας που αναδεικνύονται στις προσεκτικά επιμελημένες παρουσιάσεις τους αφορούν τη θέα της γύρω πόλης και τη ζωή στους εξώστες. Στην πλατφόρμα Airbnb το τυπικό αθηναϊ- κό μπαλκόνι μετατρέπεται σε εξωτικό στοιχείο, το οποίο απευθύνεται σε low budget ταξιδιώτες που αναζητούν “boho” ή “retropolitan” τουριστικούς προορισμούς.
Η άλλοτε ήπια κοινωνική διαστρωμάτωση της πολυκατοικίας ανατρέπεται, καθώς σήμερα φιλοξενεί ομάδες με μεγάλες πολιτισμικές διαφορές: μικροαστικές οικογένειες, ηλικιωμένα ζευγάρια, μονογονεϊκές οικογένειες, gay ζευγάρια, μετανάστες από την ανατολική Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, αλλά και ταξιδιώτες που διαμένουν προσωρινά σε ανακαινισμένα διαμερίσματα. Αντίστοιχες αλλαγές συντελούνται και στον χάρτη της πόλης, όπου οι δυνάμεις της αγοράς εκτοξεύουν τις τιμές των ενοικίων και ενθαρρύνουν τον οριζόντιο διαχωρισμό. Η πάλαι ποτέ ομοιογενής πόλη κατακερματίζεται σε περιοχές διαφορετικού χαρακτήρα: υποβαθμισμένες γειτονιές μεταναστών, περιοχές βραχυχρόνιας εκμίσθωσης, ζώνες νυχτερινής διασκέδασης, συνοικίες της δημιουργικής τάξης, αλλά και πυρηνικές οικογένειες σε νησίδες και στην περιφέρεια του κέντρου. Η πόλη μεταλλάσσεται, καθώς αλλάζουν τόσο ο χάρτης όσο και το σώμα της αθηναϊκής πολυκατοικίας. Αν η εσωτερική μετανάστευση οδήγησε στην «εκ των κάτω» δημιουργία της ομοιογενούς πόλης της αντιπαροχής, οι νέες ροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, και οι μετακινήσεις πληθυσμών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας οδηγούν στην «από μέσα προς τα έξω» αναδημιουργία και τον κατακερματισμό μιας μετα-πόλης όπου οι ρήξεις είναι αναπόφευκτες.
Η δημιουργία πολυκατοικιών μέσα από την αντιπαροχή, η κυριαρχία του θεσμού της οικογένειας και η προώθηση των νέων προτύπων συμπεριφοράς από τον εμπορικό κινηματογράφο συνέβαλαν στον εκμοντερνισμό, αλλά και στη μικροαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Σήμερα, η αρχιτεκτονική και ο κινηματογράφος δεν αποτελούν μέσα άσκησης βιοπολιτικής εξουσίας, όπως στο παρελθόν. Η σύγχρονη Αθήνα δεν δημιουργεί νέα πρότυπα συμπεριφοράς, ούτε αμβλύνει τις κοινωνικές διαφορές. Η δυναμική των μεταναστευτικών ροών και των νέων επενδυτικών κεφαλαίων επηρεάζει καθοριστικά τις εξελίξεις στην πόλη, που έχει εγκαταλείψει τα πρώιμα χρόνια της μικροαστικής οικειότητας και βιώνει πλέον τη σκληρή μητροπολιτική ενηλικίωσή της. Αντίστοιχα, ο νεότερος ελληνικός κινηματογράφος, απαλλαγμένος από το άγχος της εμπορικότητας, καταγράφει με ρεαλιστική ματιά τη σύγχρονη ελληνική πόλη και αποδομεί τα πρότυπα του παρελθόντος. Στο φιλμ Tungsten (σκηνοθεσία Γιώργος Γεωργόπουλος, 2011), βλέπουμε μια Αθήνα που τρεμοσβήνει από τις διακοπές ρεύματος και τις εσωτερικές κοινωνικές διαμάχες. Στο τέλος του έργου, στο μυαλό του θεατή αποτυπώνονται δύο χαρακτηριστικές αθηναϊκές εικόνες. Η πρώτη παρουσιάζει τον ακάλυπτο της μεγάλης πολυκατοικίας στην Chinatown της οδού Πειραιώς τη στιγμή που ένα αεροπλάνο διασχίζει τον ουρανό. Ακολουθεί το άδειο εσωτερικό ενός διαμερίσματος, το οποίο έχει μόλις εγκαταλειφθεί από τη χρεωμένη οικογένεια που το κατοικούσε. Πίσω από τις φθαρμένες όψεις των πολυκατοικιών της αντιπαροχής, η Αθήνα αλλάζει ξανά.